μάσκουλο

μάσκουλο
το
1. άρθρωση δύο οστών
2. μυς τού σώματος
3. είδος κροτίδας
4. μικρός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascolo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρεζές — ο, Ν στρόφιγγα θύρας ή παράθυρου, μεντεσές, κλάπα, μάσκουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reze] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”